- ξέζωστος
- και ξέζουστος, -η, -ο [ξεζώνω]1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάζωστος — (I) η, ο [αναζώνω] αυτός που έχει ζωστεί ψηλά. (II) η, ο αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα χωρίς ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + ζωστός] … Dictionary of Greek
ξεζωνάτος — η, ο (Μ ξεζωνάτος και ἐξεζωνάτος, η, ον και ξεζώνατος, η, ον) αυτός που δεν φορά ζώνη, ξέζωστος μσν. (για ένδυμα) αυτός που δεν έχει ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζωνάτος (< ζώνη). Ο τ. ξεζώνατος αναλογικά προς τα πολλά προπαροξύτονα στερ … Dictionary of Greek